Υπάρχουν παντού γύρω μας: κατεβαίνουν την τσουλήθρα με το κεφάλι στην παιδική χαρά, τρέχουν πάνω κάτω στους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ με ταχύτητα σπρίντερ και, ακόμη κι όταν κάθονται στο τραπέζι για να φάνε, κουνούν διαρκώς τα χέρια, τα πόδια ή το κεφάλι τους σαν να έχουν μπει σε μια αόρατη πρίζα που τα τροφοδοτεί με απίστευτη ενέργεια, τόσο που δεν αρκεί να τα χαρακτηρίσει κανείς απλώς ζωηρά. Κι όμως, αυτό που ευθύνεται για τη συμπεριφορά τους δεν είναι η κακή ανατροφή, ούτε ο σκληρός τους χαρακτήρας. Ο υπαίτιος λέγεται διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ), και προτιμάει τα αγόρια τρεις φορές περισσότερο από τα κορίτσια. Η διαταραχή αυτή εμφανίζεται κυρίως στα πρωτότοκα παιδιά, καθώς και σε εκείνα με γονείς υπερκινητικούς, αλκοολικούς ή με άλλες διαταραχές.
Τα βασικά χαρακτηριστικά ενός παιδιού με αυτή τη διαταραχή είναι η υπερκινητικότητα, που μπορεί να την παρουσιάζει και κατά τη διάρκεια του ύπνου, η παρορμητικότητα, που το κάνει να μην μπορεί να περιμένει τη σειρά του και να αντιδράει εκρηκτικά, και η ελλειμματική προσοχή, δηλαδή η αδυναμία να παραμένει συγκεντρωμένο σε κάτι για πολλή ώρα, καθώς η προσοχή του διασπάται εύκολα από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα. Το υπερκινητικό παιδί συχνά δεν ολοκληρώνει τις εργασίες που ξεκινάει, ενώ συνήθως έχει δυσκολία συγκέντρωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια δραστηριότητα, καθώς και στη μελέτη.
Για να διαγνωστεί διαταραχή, δεν είναι απαραίτητο να έχει και τα τρία προηγούμενα χαρακτηριστικά, αλλά πρέπει τα συμπτώματα να παρουσιάζονται σε δύο τουλάχιστον διαφορετικές συνθήκες (π.χ. στο σπίτι και στο σχολείο). Αν πάλι το παιδί έχει υποστεί ένα τραυματικό γεγονός στην οικογένεια (π.χ. διαζύγιο, απώλεια συναισθηματικής υποστήριξης κ.λπ.), είναι πολύ φυσικό για κάποιο διάστημα να εκδηλώνει ορισμένα ή ακόμη και όλα τα συμπτώματα της διαταραχής, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως είναι και υπερκινητικό.
Έγκαιρη διάγνωση
Κύρια αιτία της υπερκινητικότητας θεωρείται η κληρονομικότητα. Πέρα απ’ αυτή, όμως, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που μπορούν να την προκαλέσουν, όπως μια δυσκολία ή ένα πρόβλημα στον τοκετό (π.χ. αν το μωρό έμεινε για λίγο χωρίς οξυγόνο) ή ακόμα κάποιες επιληπτικές κρίσεις κατά τη βρεφική ηλικία. Η υπερκινητικότητα γίνεται αντιληπτή στα πρώτα παιδικά χρόνια, ασφαλής διάγνωση όμως μπορεί να γίνει στην ηλικία των πέντε ή έξι ετών. Οι έρευνες πάντως έχουν δείξει ότι τα υπερκινητικά παιδιά ως μωρά ήταν υπερβολικά ανήσυχα, έκλαιγαν συνέχεια, είχαν κολικούς, παρουσίαζαν προβλήματα στον ύπνο και στο φαγητό. Το σύνδρομο εξελίσσεται μέχρι την εφηβεία ή ακόμη και στην αρχή της ενήλικης ζωής. Αρκετά από τα παιδιά το κουβαλούν μέχρι τα εφηβικά τους χρόνια, το ποσοστό όμως πέφτει κατακόρυφα μετά την ενηλικίωσή τους, οπότε μόνο το 8% συνεχίζει να έχει τη διαταραχή.
Είναι πολύ βασικό η διάγνωση να γίνει όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα, ώστε το παιδί να μην αρχίσει να νιώθει περιθωριακό στο σχολείο, όπου και θα δημιουργήσει μαθησιακά κενά και ίσως αντιμετωπιστεί ως ο «κακός μαθητής» ή, γενικότερα, το «κακό παιδί».
«Το περιβάλλον αντιμετωπίζει ως ενοχλητικό ένα παιδί με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητα», επισημαίνει η κ. Μαρέικε Στέεμαν-Κοκκαλίδου, πτυχιούχος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, εξειδικευμένη στην παιδική ηλικία και στην υποστήριξη γονέων. «Η δύστροπη και ανυπάκουη συμπεριφορά βγάζει τους γονείς από τα ρούχα τους, τους κάνει να απελπίζονται. Το υπερκινητικό παιδί δεν κάθεται ποτέ, φαίνεται να μην ακούει και δεν αντιδράει σε οδηγίες και υποδείξεις, δίνοντας την εικόνα ενός παιδιού απείθαρχου και αναξιόπιστου. Γι’ αυτό, οι γύρω του συνήθως προσπαθούν να “διορθώσουν” τη συμπεριφορά του με διαταγές: “σταμάτα”, “κάτσε καλά”, “μη μιλάς”. Όμως, μια τέτοια αυταρχική αντιμετώπιση έχει τελικά τα αντίθετα αποτελέσματα. Το παιδί, αντί για κατανόηση, θα εισπράττει όλο και περισσότερο απόρριψη από γονείς και συνομηλίκους. Συνέπεια; Να αναπτυχθεί μια αρνητική εξέλιξη διαπαιδαγώγησης και κοινωνικοποίησης, κάτι που θα συμβάλει στην αύξηση της προβληματικής του συμπεριφοράς».
συνεχίζεται...
[Πηγή]:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου